ομώροφος

ομώροφος
ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- τού τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμώροφος — masc/fem nom sg ὁμωρόφιος being masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμώροφον — ὁμώροφος masc/fem acc sg ὁμώροφος neut nom/voc/acc sg ὁμωρόφιος being masc/fem acc sg ὁμωρόφιος being neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωρόφους — ὁμώροφος masc/fem acc pl ὁμωρόφιος being masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμώροφα — ὁμώροφος neut nom/voc/acc pl ὁμωρόφιος being neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομωροφώ — ὁμωροφῶ, έω (Α) [ομώροφος] είμαι ομώροφος με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομωροφία — ὁμωροφία, ἡ (Α) [ομώροφος] κατοίκηση κάτω από την ίδια στέγη, συγκατοίκηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”